νεώσοικος — dock masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεωσοίκοις — νεώσοικος dock masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεωσοίκοισι — νεώσοικος dock masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεωσοίκου — νεώσοικος dock masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεωσοίκους — νεώσοικος dock masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεωσοίκων — νεώσοικος dock masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεωσοίκῳ — νεώσοικος dock masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεώσοικοι — νεώσοικος dock masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεώσοικον — νεώσοικος dock masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… … Dictionary of Greek